- γένησθε
- γίγνομαιcome into a new state of beingaor subj mid 2nd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γένησθ' — γένησθε , γίγνομαι come into a new state of being aor subj mid 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
блоудьничищь — БЛОУДЬНИЧИЩ|Ь (1*), А с. Человек, рожденный блудницей: не будите с҃нове блудничищи. не будите чада гнѣву. чада грѣху. (μὴ γένησϑε υἱοὶ πορνείας) ФСт XIV, 117в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μακροήμερος — η, ο (AM μακροήμερος, ον, Α και μακρήμερος, ον) 1. μακρόβιος («ὅπως μακροήμεροι γένησθε ἐπὶ τῆς γῆς», ΠΔ) 2. αυτός που διαρκεί πολλές ημέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. ολιγο ήμερος] … Dictionary of Greek